θεοφιλής

θεοφιλής
Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Θεόφιλος ή Θεοφιλάκης. Γεννήθηκε στη Λογγάστρα της Σπάρτης και πολέμησε με τους Γιατρακαίους και τους Μαυρομιχαλαίους. Τραυματίστηκε στο Βαλτέτσι, πολεμώντας με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το 1826 ακολούθησε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη στην εκστρατεία της Αττικής, στην οποία και διακρίθηκε. 2. Ιωάννης. Πατέρας του προηγούμενου. Ήταν μέλος έγκριτης οικογένειας, από την οποία καταγόταν και o μητροπολίτης Σπάρτης Ανανίας. Ήταν οπλαρχηγός Γορτυνίας και ακολούθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη από την αρχή του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και μάλιστα στα Δερβενάκια. Σκοτώθηκε πολεμώντας στη Μεσσηνία κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ.
* * *
-ές (AM θεοφιλής, -ές)
αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων θεοφιλής», Πλάτ.)
νεοελλ.-μσν.
(υπερθ.) θεοφιλέστατος
προσωνυμία χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων
αρχ.
αυτός που αγαπά τον θεό.
επίρρ...
θεοφιλῶς (AM)
1. με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς
2. με αγάπη προς τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεοφιλής — dear to the gods masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλής — ής, ές γεν. ούς, αι. ή, πληθ. ουδ. ή, θεάρεστος· το υπερθ. του αρσ., θεοφιλέστατος τίτλος προσφώνησης χωρεπισκόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεοφιλῆ — θεοφιλής dear to the gods neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θεοφιλής dear to the gods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θεοφιλής dear to the gods masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλέστερον — θεοφιλής dear to the gods adverbial comp θεοφιλής dear to the gods masc acc comp sg θεοφιλής dear to the gods neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλεστάτων — θεοφιλής dear to the gods fem gen superl pl θεοφιλής dear to the gods masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλεστέρων — θεοφιλής dear to the gods fem gen comp pl θεοφιλής dear to the gods masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλεῖ — θεοφιλής dear to the gods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θεοφιλής dear to the gods masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλεῖς — θεοφιλής dear to the gods masc/fem acc pl θεοφιλής dear to the gods masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλές — θεοφιλής dear to the gods masc/fem voc sg θεοφιλής dear to the gods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφιλέστατον — θεοφιλής dear to the gods masc acc superl sg θεοφιλής dear to the gods neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”